καθυποτοπούμαι

καθυποτοπούμαι
καθυποτοποῡμαι, -έομαι (Α)
(επιτατ. τού υποτοπώ, -ούμαι)
μέ καταλαμβάνουν δυσοίωνες υποψίες, έχω μεγάλες υποψίες, είμαι καχύποπτος για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-τοποῡμαι «υποψιάζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”